φυλλιάζω

φυλλιάζω
και φελλιάζω Ν
(σχετικά με δένδρα) μπολιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμ-φύλλιον «μπόλι» (πρβλ. θρονιάζω < ἐν-θρονιάζω, θυμούμαι < ενθυμούμαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θήλιασμα — το φύλλιασμα, μπόλιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλιάζω, εσφ. γρφ. τού φυλλιάζω (βλ. λ. θηλειάζω)] …   Dictionary of Greek

  • θηλειάζω — και θηλιάζω και θελιάζω [θηλειά] 1. κάνω θηλειά, φτιάχνω βρόχο 2. κουμπώνω, θηλυκώνω 3. (εσφ. γρφ τού θυλλιάζω) φυλλιάζω*, μπολιάζω, κεντρώνω …   Dictionary of Greek

  • φελλιάζω — Ν βλ. φυλλιάζω …   Dictionary of Greek

  • φύλλιασμα — και φέλλιασμα, το, Ν [φυλλιάζω / φελλιάζω] εμβολιασμός, κέντρωμα δένδρων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”